- ακουτσούρευτος
- kırpılmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακουτσούρευτος — η, ο [κουτσουρεύω] 1. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τόν κουτσούρεψαν, δεν τού έκοψαν τα άκρα, τα κλαδιά, ακλάδευτος, άκοπος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ελάττωση ή περικοπή, ολόκληρος, ακέραιος … Dictionary of Greek
ακουτσούρευτος — η, ο αυτός που δεν περικόπηκε: Η εργασία του δημοσιεύτηκε και μάλιστα ακουτσούρευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)